- ανταμικός
- -ή, -ό [αντάμα]κοινός, συνεταιρικός, μισιακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντάμικος — η, ο [αντάμης] αυτός που ταιριάζει στον αντάμη, κουτσαβάκικος … Dictionary of Greek
αντάμα — (Μ ἀντάμα) επίρρ. μαζί, παρέα, από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αντάμα, εντάμα, που προέκυψε από τη μτγν. φρ. «ἐν τῷ ἅμα» με αποβολή του ω προ του ισχυρότερου α και αφομοίωση του αρχικού ε. Πρβλ. αντάμι, εντάμι, αντάμε, ανταμώς, ενταμώς, αντάμως,… … Dictionary of Greek
αντάμης — ο 1. θαρραλέος, παληκαράς 2. άνθρωπος φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. adam. ΠΑΡ. αντάμικος] … Dictionary of Greek